- ἀποστρέψει
- ἀποστρέφωturn backaor subj act 3rd sg (epic)ἀποστρέφωturn backfut ind mid 2nd sgἀποστρέφωturn backfut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
отъвратити — ОТЪВРА|ТИТИ (66), ЩОУ, ТИТЬ гл. 1.Отвернуть, отворотить, отвести в сторону: Отъврати очи свои отъ жены красьны. (ἀπόστρεψον) Изб 1076, 175; ст҃ыи никола ѿврати лице своѥ. ЧудН XII, 66в; ѿврати нозѣ мои ѿ всѧкого пѹ||ти зла. СбЯр XIII2, 197–198;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
απόστροφος — (Α ἀπόστροφος, ον) το θηλ. ως ουσ. το σημείο της έκθλιψης φωνήεντος (κατ ολίγον, επ αυτού, απ όλους) αρχ. 1. αυτός που έχει αποστρέψει (δηλ., έχει γυρίσει αλλού) το πρόσωπο του 2. ο αποτρόπαιος 3. το θηλ. ως ουσ. θεατρ. η παράβαση του χορού … Dictionary of Greek